σιδηροπλύτης

σιδηροπλύτης
ὁ, Α
πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πλένει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + πλύτης, άλλος τ. τού πλύντης (< πλύνω), πρβλ. ἱματιο-πλύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”